Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύνεδρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σύν-εδρος, -ον (ἕδρα), I. αυτός που παρακάθηται σε συμβούλιο, μέλος συνεδρίου, λέγεται για πρόσωπα, σε Ηρόδ.· ἐκ ξυνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου = ἐκ κύκλου τῶν συνεδρευόντων τυράννων, σε Σοφ. II. ως ουσ., αυτός που παρακάθεται με άλλους σε συνέδριο, αυτός που συνδιασκέπτεται, στον ίδ.· σύνεδροι, επίλεκτοι απεσταλμένοι σε συνέδριο, σε Θουκ. κ.λπ.