Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύνεγγυς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σύν-εγγῠς, επίρρ.· 1. λέγεται για τόπο, πολύ κοντά, πλησιέστατα, εγγύτατα, κολλητά, δίπλα, σε Θουκ. κ.λπ.· σύνεγγυς ἀλλήλων ή ἀλλήλοις, σε Αριστ.· τὸ σύνεγγυς, εγγύτητα, γειτνίαση, στον ίδ. 2. λέγεται για χρόνο, στο άμεσο χρονικό διάστημα, σε επικείμενη χρονική στιγμή, στον ίδ. 3. λέγεται για διάκριση ποιότητας, οἱ σύνεγγυς, άνθρωποι που ανήκουν σε παρεμφερή κοινωνική βαθμίδα, στον ίδ.· ἡ σύνεγγυς αἰτία, αιτία παρεμφερής ή πιθανότητα, πλησιέστερη αιτία, στον ίδ.