LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σύναρθρος"
- σύν-αρθρος, -ον (ἄρθρον), αυτός που έχει συναρμοστεί με κάποιον ή κάτι, συναρθρωμένος, αρθρωτός, σε Αισχύλ.