Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύν"

Βρέθηκαν 772 λήμματα [1 - 20]
σύν[ῠ], αρχ. Αττ. ξύν, πρόθ. που συντάσσεται με δοτ., Λατ. cum·
Α. I. 1.
μαζί με, με τη βοήθεια, συνεταιρικά με, από κοινού, ομαδικά· δεῦρ' ἤλυθε σὺν Μενελάῳ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με παράλληλη σημασία της βοήθειας, σὺν θεῷ, με τη βοήθεια ή την ευλογία του θεού (ο θεός θεωρείται ότι στέκεται στο πλάι κάποιου), σε Όμηρ. κ.λπ.· σὺν θεῷ εἰρημένον, κάτι που ειπώθηκε σα να είχε θεϊκή έμπνευση, σε Ηρόδ.· ομοίως, σὺν δαίμονι, σὺν Διί, σὺν Ἀθήνῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, σύν τινι εἶναι ή γίγνεσθαι, είμαι μαζί με κάποιον, δηλ. στο πλευρό του, με το μέρος του, στην παράταξή του, σε Ξεν.· οἱ σύν τινι, φίλοι κάποιου, ακόλουθοί του, στον ίδ. 3. αυτός που είναι προικισμένος με κάποιο χάρισμα, ἄκοιτις σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πράγματα που ανήκουν σε κάποιον ή τα χειρίζεται κάποιος, στῆ σὺν δουρί, σε Ομήρ. Ιλ.· σκῆπτρον, σὺν τῷ ἔβῃ, στο ίδ.· αὐτῇ σὺν φόρμιγγι, στο ίδ. (έτσι, στην Αττ., η πρόθ. σὺν συχνά παραλείπεται). 4. λέγεται για δύο ή περισσότερα πράγματα που λαμβάνονται από κοινού, θύελλαι σὺνβορέῃ, ἄνεμος σὺν λαίλαπι, σε Ομήρ. Οδ. 5. λέγεται για αναγκαία σχέση ή συνέπεια, σὺν μεγάλῳ ἀποτίσαι, πληρώνω με μεγάλη απώλεια, δηλ. υποφέρω πολύ, σε Ομήρ. Ιλ.· σὺν τῷ σῷ ἀγαθῷ, για δικό σου όφελος, πλεονέκτημα, Λατ. tuo cum commodo, σε Ξεν.· σὺν μιάσματι, έχοντας έρθει σε επαφή με μόλυσμα, σε Σοφ.· και γενικά, σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με· σὺν δίκᾳ, σε Πίνδ.· σὺν κόσμῳ, σὺν τάχει κ.λπ.· σχεδόν = επιρρ., δικαίως, κοσμίως, ταχέως, σε Αττ. 6. με, μέσω, σὺν νεφέεσσι κάλυψεν γαῖαν, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ, σε Αισχύλ. 7. με τακτ. αριθμ., ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳ, δηλ. εγώ μαζί με άλλους έξι, στον ίδ. Β. σύν ως επίρρ.· 1. μαζί, από κοινού, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. επίσης, ομοίως, συγχρόνως, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. Γ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.· I. 1. μαζί, μαζί με κάποιον, από κοινού, συγχρόνως, Λατ. con· στα σύνθ. ως μτβ. ρήμα, όπως το κτείνω, το σύν μπορεί να αναφέρεται σε δύο πράγματα, σκοτώνω κάποιον όπως σκοτώνω ή έχω σκοτώσει και κάποιον άλλο, ή, συνεργώ με κάποιον στη διάπραξη φόνου. 2. λέγεται για την ολοκλήρωση μιας πράξης, συνολικά, εντελώς, πλήρως, όπως στα συμπληρόω, συντέμνω. 3. συντίθεται με αριθμ., σύνδυο, δύο μαζί ή ανά δύο, δυο δυο· ομοίως, σύντρεις, σύμπεντε κ.λπ. όπως τα Λατ. bini, terni κ.λπ. II. το συν- πριν από τα σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ γίνεται συμ-· πριν από τα γ, κ, ξ, χ, γίνεται συγ-· πριν το λ, συλ-· πριν το σ, γίνεται συσ-· πριν όμως από το στ- γίνεται συ-, όπως συστῆναι.
συνᾰγᾰγεῖν, απαρ. αορ. βʹ του συνάγω.
συν-ᾰγᾰνακτέω, είμαι αγανακτισμένος με κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο, τινί, σε Πολύβ.
συν-ᾰγᾰπάω, μέλ. -ήσω, αγαπώ κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο, τινί, σε Πολύβ.
συν-άγγελος, , απεσταλμένος ως αγγελιοφόρος ή πρεσβευτής από κοινού με κάποιον άλλο, σε Ηρόδ.
συν-αγγία, (ἄγγος), τόπος που έχει λάκκους, κοιλώματα, έγκλειστος χώρος, αγγείο, σε Βάβρ.
συν-ᾰγείρω, μέλ. -αγερῶ, αόρ. αʹ συνήγειρα, Επικ. ξυνάγειραΠαθ., γʹ πληθ. αορ. συνάγερθεν (αντί -ησαν1. συνάγω, συναθροίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ιδίως, στρατολογώ, συναθροίζω στρατιώτες, σε Ηρόδ.Παθ., συνάγομαι, συνέρχομαι, συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· συναγρόμενοι, Επικ. συγκεκ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ, αυτοί που έχουν συναχθεί, σύνταξη, συνάθροιση, στο ίδ. 2. συλλέγω τα αναγκαία για βιοπορισμό, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., συλλέγω, μαζεύω για τον εαυτό μου, στο ίδ. 3. μεταφ., συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου, συγκεντρώνομαι, σε Πλάτ.· ομοίως στην Παθ., στο ίδ.
συνάγκεια, , = μισγάγκεια, σε Ανθ.
συν-άγνῡμι, αόρ. αʹ συνέαξα, συντρίβω μαζί, θραύω, σπάζω σε κομμάτια, λυγίζω, τσακίζω, κατακερματίζω, κατακομματιάζω, σε Όμηρ.
συν-ᾰγορεύω (μέλ. σε χρήση συνερῶ, αόρ. βʹ συνεῖπον, παρακ. συνείρηκα1. αγορεύω, μιλώ δημόσια, δημηγορώ από κοινού, πραγματεύομαι στην αγόρευσή μου το ίδιο θέμα με κάποιον, τί τινι, σε Θουκ., Ξεν. 2. συμβουλεύω από κοινού κάποιον, τινί, σε Λυσ. 3. συναγορεύω τινί, μιλώ υπέρ κάποιου, υποστηρίζω, υπερασπίζω την υπόθεσή του στο δικαστήριο, συνηγορώ, σε Θουκ.· ομοίως, με δοτ. πράγμ., συναγορεύω τινὸς σωτηρίᾳ, σε Δημ.
συν-αγρεύω, συνοδεύω ή συμμετέχω στο κυνήγι, σε Ανθ.
συναγρόμενος, Επικ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ του συναγείρω.
συν-άγω, παρατ. -ῆγον, Δωρ. -ᾱγον, Επικ. -ᾰγον· μέλ. συνάξω, αόρ. βʹ συνήγαγον, παρακ. συνῆχα και συναγήοχα, Παθ. συνῆγμαι· I. 1. φέρνω στο ίδιο σημείο, συναθροίζω, συλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συγκαλώ, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. με εχθρική σημασία, συμπλέκομαι σε μάχη, αρχίζω τη μάχη, τον αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, όπως το συμβάλλω, στρέφω δύο πολεμιστές, τον έναν εναντίον του άλλου, σε Αισχύλ.· απ' όπου, αμτβ., συνάγω εἰς μέσον, συμπλέκομαι σε μάχη, σε Θεόκρ. 3. οδηγώ στο ίδιο σημείο, συνάπτω σ' ένα, ενώνω, συνενώνω, συγκροτώ, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ερμ., Αισχύλ.· συνάγω γάμους, συνάπτω γάμο, νυμφεύομαι, σε Ξεν. 4. δέχομαι κάποιον στο σπίτι μου, σε Κ.Δ. II. συλλέγω, συσσωρεύω προμήθειες, σοδειές κ.λπ., σε Ξεν. κ.λπ. III. 1. έλκω, σύρω από κοινού, ώστε να συναντηθούν τα άκρα, σε Ηρόδ., Θουκ.· επίσης, φέρνω κοντά τα άκρα ενός πράγματος, συστέλλω, στενεύω, στενοχωρώ, σε Ηρόδ. 2. σμίγω τα φρύδια μου, σε Αριστοφ.· συνάγω τὰ ὦτα, τεντώνω τα αυτιά μου, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν. IV. συλλέγω από ό,τι έχει αναφερθεί προηγουμένως, δηλ. συμπεραίνω, εξάγω συμπέρασμα, τεκμαίρομαι, Λατ. colligere, σε Αριστ.
συν-ᾰγωγεύς, , I. αυτός που οδηγεί στο ίδιο σημείο, αυτός που συγκαλεί, αυτός που συναθροίζει, σε Λυσ. II. αυτός που συνδέει, σε Πλάτ.
συνᾰγωγή, , I. 1. συγκέντρωση στο ίδιο σημείο, σύναξη, συνένωση, σε Πλάτ. 2. τόπος συγκέντρωσης, εβραϊκή συναγωγή, σε Κ.Δ. II. 1. συναγωγή, προετοιμασία πολέμου, συνάθροιση στρατευμάτων, σε Θουκ. 2. μάζεμα και αποθήκευση σοδειάς, σε Πολύβ. 3. σύμπτυξη, συμπύκνωση, συναγωγὴ στρατιᾶς, διάταξη στρατεύματος κατά στήλες, σε Πλάτ.· συναγωγὴ τοῦπροσώπου, σύμπτυξη, σούφρωμα και ρυτίδωση προσώπου, κατήφεια, σε Ισοκρ. 4. συλλογή, ανθολόγηση γραπτών κειμένων, σε Αριστ. III. συμπέρασμα, εξαγωγή συμπεράσματος, στον ίδ.
συν-ᾰγωγός, -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, ενωτικός, σε Πλάτ.
συν-ᾰγωνιάω, μοιράζομαι την αγωνία κάποιου, βρίσκομαι στην ίδια αγωνία με αυτόν, σε Πολύβ.
συν-ᾰγωνίζομαι, Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ.· 1. αγωνίζομαι από κοινού με κάποιον, αγωνίζομαι μαζί του βοηθώντάς τον, συμπολεμώ, τινι, σε Θουκ. κ.λπ.· γενικά, ξυναγωνίζομαί τινι, συμμερίζομαι την τύχη κάποιου, στον ίδ. 2. βοηθώ, υποστηρίζω, τινι, σε Δημ. 3. απόλ., μάχομαι στην ίδια πλευρά, σε Θουκ.
συν-ᾰγωνιστής, -οῦ, , αυτός που συμμετέχει σε έναν αγώνα με κάποιον, συμμαχητής, συμβοηθός, συμπολεμιστής, συνεργός, σε Πλάτ. κ.λπ.· τινος, για κάτι, σε Αισχίν., Δημ.
συν-άδελφος, -ον, αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε Ξεν.