Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύμπας"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σύμ-πᾱς, Αττ. ξύμπας, -πᾱσα, -πᾰν, I. όλος μαζί, όλος συγχρόνως, ολόκληρος, όλος σ' ένα σώμα, σύσσωμος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στην Αττ. συχνά προστίθεται το άρθρο στην περίπτωση των αριθμητικών, πέντ' ἦσαν οἱ ξύμπαντες, σε Σοφ. II. 1. με περιληπτικά ονόματα, σύνολο, όλον, ὁ σύμπας στρατός, σε Ηρόδ.· στρατὸς σύμπας, σε Σοφ.· ξύμπασα πόλις, δηλ. πόλη, πολίτες ως σύνολο, σε Θουκ.· ξύμπασα γνώμη, συνολική έννοια ή σημασία (ενός λόγου), στον ίδ. 2. τὸ σύμπαν, όλον από κοινού, σύνολο ζητήματος, σε Ηρόδ.· τὸξύμπαν εἰπεῖν, σε Θουκ. III. τὸ σύμπαν, ως επίρρ. συνολικά, στο σύνολο, γενικά, εν γένει, εξ ολοκλήρου, συλλήβδην, στον ίδ. κ.λπ.
συμ-πάσχω, μέλ. -πείσομαι, παρακ. -πέπονθα, αόρ. βʹ συνέπαθον· I. 1. υποφέρω από κοινού, επηρεάζομαι από το ίδιο πράγμα, παθαίνω το ίδιο, συμπαθώ, σε Πλάτ. II. τρέφω το ίδιο αίσθημα με κάποιον, αισθάνομαι συμπάθεια, στον ίδ.