Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύμβολον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σύμβολον, τό (συμβάλλω III)· I. 1. σημάδι ή τεκμήριο μέσω του οποίου κάποιος καταλήγει σ' ένα συμπέρασμα, σε Τραγ.· λαμπάδος τὸ σύμβολον, σημάδι πυρσού που έχει ανάψει κατόπιν προσυμφωνίας ως σινιάλο, φρυκτωρία, σε Αισχύλ.· συχνά στον πληθ. λέγεται για τα χαρακτηριστικά σημάδια του σώματος, σε Ευρ.· επίσης, λέγεται για οιωνούς, σε Αισχύλ. 2. υποθήκη ή ενέχυρο που οριζόταν για την εξασφάλιση χρηματικής απαίτησης από δάνειο, σε Λυσ. 3. στον πληθ., όμοια, μισά, Λατ. tesserae hospitales, δηλ. τα δύο μισά αστραγάλου (κότσι) ή νομίσματος, τα οποία δύο πρόσωπα συνδεδεμένα μεταξύ τους, είτε με δεσμούς φιλοξενίας είτε ερχόμενα σε συμφωνία χώριζαν στη μέση και ο καθένας έφερε μαζί του το ένα μισό ως σημάδι αναγνώρισης, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 4. στην Αθήνα, ειδικό χρεωστικό σημείωμα, σύμβολο που δήλωνε γραμμάτιο, πινάκιο, όπως αυτά που λάμβαναν οι δικαστές με την είσοδό τους στο δικαστήριο και που επιδεικνύοντάς τα λάμβαναν την αμοιβή τους, σε Δημ. 5. δικαίωμα ή άδεια εγκατάστασης που δινόταν στους ξένους, σε Αριστοφ.· συμβολική απόδειξη που έδινε καθένας που συμμετείχε σε κοινό συμπόσιο, το οποίο του επιστρεφόταν στο τέλος του συμποσίου για την πληρωμή (πρβλ. συμβολή IV), στον ίδ. 6. στους Εκκλησ. συγγραφείς, χαρακτηριστικό γνώρισμα των Χριστιανών, ομολογία πίστεως, το Σύμβολον της Πίστεως, Λατ. symbolum. II. στη νομική ορολογία, σύμβολα ονομάζονταν οι συνθήκες μεταξύ δύο πόλεων με περιεχόμενο την αμοιβαία προστασία του εμπορίου, σε Δημ. κ.λπ.· σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς πόλιν, συνάπτω εμπορική συμφωνία με μία πόλη, τὰ σύμβολα συγχέειν, παραβιάζω συνθήκη αυτού του είδους, στον ίδ.