Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύλληψις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σύλ-ληψις, -εως, , I. το να λαμβάνει κάποιος κάτι από κοινού· αρπαγή, σύλληψη εχθρού ή κακοποιού· ποιεῖσθαι ξύλληψιν, πιάνω, συλλαμβάνω, σε Θουκ. II. σύλληψη εμβρύου, γονιμοποίηση, εγκυμοσύνη, σε Πλούτ.