Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύγκλεισις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σύγκλεισις, αρχ. Αττ. ξύγκλῃσις, -εως, (συγκλείω), I. ερμητικό κλείσιμο, αποκλεισμός, πύκνωση (λέγεται για παράταξη μάχης ή μάχη), σε Θουκ. II. στενό πέρασμα, δίοδος στενή, κλεισούρα, σε Πλούτ.