Αποτελέσματα για: "σόφισμα"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
σόφισμα, -ατος, τό, I. κάθε επιδέξια πράξη, επιδέξια προετοιμασία φαγητού, σε Ξεν. II. 1. ευφυής επινόηση, το εφεύρημα, η επινόηση, το τέχνασμα, σε Ηρόδ., Τραγ. 2. με λιγότερο θετική σημασία, πανούργο τέχνασμα, πανουργία, πονηριά, σε Ευρ., Θουκ.· σκηνικό θεατρικό τέχνασμα που αποβλέπει στο χειροκρότημα, σε Αριστοφ. 3. στρεψόδικο επιχείρημα, απατηλό ρητορικό τέχνασμα, γριφώδης λόγος, λεπτολογία, απάτη, σόφισμα, σοφιστεία, σε Πλάτ. κ.λπ.
-
σοφισμάτιον, τό, υποκορ. του σόφισμα, σε Λουκ.