Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σός, , -όν, κτητικό επίθ. της προσωπ. αντων. σύ· παλαιότερος τύπος τεός· I. 1. δικός σου, αυτός που ανήκει σε σένα, Λατ. tuus, tua, tuum, σε Όμηρ. κ.λπ.· Επικ. γεν. σοῖο· στην Αττ. συχνά με άρθρο, δέμας τὸ σόν, τὸ σὸν κάρα· σὸν ἔργον, με απαρ., είναι δική σου δουλειά να..., σε Σοφ.· ομοίως, σόν (ἐστι), μόνο του, σε Αισχύλ.· οἱ σοί, οι συγγενείς σου, οι άνθρωποί σου, σε Σοφ.· τὸσόν, αυτό που σε αφορά, το συμφέρον σου, τα λόγια σου, ο σκοπός σου, στον ίδ.· τὰ σά, η περιουσία σου, σε Ομήρ. Οδ.· τα συμφέροντά σου, σε Σοφ. 2. με την προσθήκη γεν., τὰ σ' αὐτῆς ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ.· σὸν μόνης δώρημα, σε Σοφ. II. αντικειμεν., ο προοριζόμενος για σένα, σῇ ποθῇ, σε Ομήρ. Ιλ.· σός τε πόθος σά τε μήδεα, σε Ομήρ. Οδ.· σῇ προμηθίᾳ, σε Σοφ.