Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σωφροσύνη"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σωφροσύνη, Δωρ. -ύνα, Επικ. σᾰοφροσύνη, , 1. το να έχει κάποιος σώα και υγιή τη διάνοιά του, μετριοπάθεια, σύνεση, φρονιμάδα, κοσμιότητα, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν., Αττ. 2. μετριοπάθεια ως προς τις σαρκικές επιθυμίες, εγκράτεια, αυτοκυριαρχία, σύνεση, αγνότητα, νηφαλιότητα, Λατ. tempe­rantia, modestia, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.