LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σωτηρία"
- σωτηρία, Ιων. -ίη, ἡ, I. 1. σωτηρία, λύτρωση, λυτρωμός, απαλλαγή, διαφύλαξη, εξασφάλιση, Λατ. salus, σε Ηρόδ., Αττ.· σωτηρίαν τινὶ διδόναι, φέρειν, σε Ευρ.· σωτηρίαν ἔχειν, σε Σοφ. κ.λπ. 2. μέσο ή τρόπος σωτηρίας, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. 3. ασφαλής και ευτυχισμένη επιστροφή, επάνοδος, ἡ ἐς τὴν πατρίδα σωτηρία, σε Θουκ.· ἡ οἴκαδε σωτηρία, σε Δημ.· επίσης, νόστιμος σωτηρία, σε Αισχύλ. II. 1. λέγεται για πράγματα, το να διατηρεί ή να έχει διατηρήσει κάποιος κάτι, το να διαφυλάσσει κάποιος κάτι, διατήρηση ή διαφύλαξη· τινός, κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. ασφάλεια, εγγύηση για ασφάλεια· σωτηρία ἔστω τινός, ας υπάρξει εγγύηση για την ασφαλή φύλαξη ενός πράγματος, παρά Δημ.· σωτηρίαι τῆς πολιτείας, τρόποι για τη διαφύλαξη του πολιτεύματος, σε Αριστ. 3. ασφάλεια, διασφάλιση, εξασφάλιση, σε Θουκ.

