Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σωτήρ"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
σωτήρ, -ῆρος, , κλητ. σῶτερ (σῴζωI. 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει, που λυτρώνει, που διατηρεί και διαφυλάσσει, σωτήρας, λυτρωτής, με γεν. υποκειμενική, τῆς Ἑλλάδος, αυτός που σώζει την Ελλάδα, σε Ηρόδ.· επίσης, με γεν. αντικειμενική, σωτὴρνόσου, κακῶν, αυτός που διαφυλάσσει, που διασώζει από την ασθένεια, τις συμφορές, σε Σοφ., Ευρ. 2. επίθ., που λέγεται για θεούς-προστάτες, ιδίως για τον Δία· Ζεὺς Σωτήρ, σε Πίνδ., Τραγ.· σε αυτόν ήταν αφιερωμένο το τρίτο ποτήρι κρασιού που χυνόταν κατά τις σπονδές, τρίτον Σωτῆρι σπένδειν, σε Πίνδ. κ.λπ.· το να πίνει κάποιος από αυτό το ποτήρι θεωρείτο σύμβολο καλής τύχης, και έτσι η τρίτη φορά που γίνεται κάτι θεωρείται αίσιο και ευοίωνο γεγονός, απ' όπου και η παροιμία, τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι, η τρίτη (δηλ. η τυχερή) φορά, σε Πλάτ.· λέγεται επίσης και για άλλους θεούς, όπως για τους Απόλλωνα και Ερμή, σε Αισχύλ.· ομοίως για θηλυκές θεότητες, Τύχη σωτήρ αντί σώτειρα, στον ίδ. 3. στην Κ.Δ., Ιησούς Χριστός, Σωτήρας. II. στους ποιητές, ως επίθ., αυτός που σώζει, που διαφυλάσσει, προστάτης, σε Αισχύλ.· με θηλ. ουσ., σωτῆρες τιμαί, αρμοδιότητα ή προνόμιο κάποιου να σώζει, λέγεται για τους Διόσκουρους, σε Ευρ.
σωτηρία, Ιων. -ίη, , I. 1. σωτηρία, λύτρωση, λυτρωμός, απαλλαγή, διαφύλαξη, εξασφάλιση, Λατ. salus, σε Ηρόδ., Αττ.· σωτηρίαν τινὶ διδόναι, φέρειν, σε Ευρ.· σωτηρίαν ἔχειν, σε Σοφ. κ.λπ. 2. μέσο ή τρόπος σωτηρίας, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ. 3. ασφαλής και ευτυχισμένη επιστροφή, επάνοδος, ἡ ἐς τὴν πατρίδα σωτηρία, σε Θουκ.· ἡ οἴκαδε σωτηρία, σε Δημ.· επίσης, νόστιμος σωτηρία, σε Αισχύλ. II. 1. λέγεται για πράγματα, το να διατηρεί ή να έχει διατηρήσει κάποιος κάτι, το να διαφυλάσσει κάποιος κάτι, διατήρηση ή διαφύλαξη· τινός, κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. ασφάλεια, εγγύηση για ασφάλεια· σωτηρία ἔστω τινός, ας υπάρξει εγγύηση για την ασφαλή φύλαξη ενός πράγματος, παρά Δημ.· σωτηρίαι τῆς πολιτείας, τρόποι για τη διαφύλαξη του πολιτεύματος, σε Αριστ. 3. ασφάλεια, διασφάλιση, εξασφάλιση, σε Θουκ.
σωτήριος, -ον (σωτήρ),· I. 1. αυτός που σώζει, που λυτρώνει, που απελευθερώνει, που απαλλάσσει, σωστικός, λυτρωτικός, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· ἐλπὶςσπέρματος σωτηρίου, ελπίδα για το σπέρμα που πρόκειται να διασώσει, να διαφυλάξει ή να διατηρήσει το γένος, σε Αισχύλ.· με δοτ., αυτός που φέρνει την ασφάλεια ή τη σωτηρία, τη λύτρωση σε κάποιον, στον ίδ., Ευρ.· συγκρ. -ιώτερος, , -ον, αυτός που έχει περισσότερες πιθανότητες να φέρει τη σωτηρία, σε Ξεν. 2. λέγεται για πρόσωπα, σχεδόν όπως το σωτήρ, σε Σοφ., Ευρ. II. ως ουσ., 1. σωτήρια, τά, όπως το σωτηρία, , διάσωση, λύτρωση, απαλλαγή, ασφάλεια, σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως στον ενικ., πόλεως σωτηρία, σε Αισχύλ. 2. σωτήρια (ενν. ἱερά), τά, ευχαριστήρια θυσία που προσφέρεται για τη διάσωση κάποιου, σε Ξεν.