Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σχολάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σχολάζω, μέλ. -άσω (σχολήI. 1. βρίσκομαι σε αργία ή έχω ελεύθερο χρόνο, αναπαύομαι, δεν εκτελώ καμία εργασία, είμαι σε σχόλη, αργώ, απρακτώ, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., έχω διαθέσιμο χρόνο, είμαι εύκαιρος να κάνω κάτι, σε Ξεν. 2. χρονοτριβώ, βραδυπορώ, καθυστερώ, σε Ευρ., Δημ. II. σχολάζω ἀπό τινος, Λατ. vacare a re, αναπαύομαι από κάτι, σταματώ, παύω να κάνω κάτι, σε Ξεν. III. 1. σχολάζειν τινί, Λατ. vacare rei, έχω διαθέσιμο χρόνο ή την ευκαιρία για κάτι, αφιερώνω τον χρόνο μου σε κάτι, καταγίνομαι, ασχολούμαι με κάτι, σε Δημ.· πρός τι, σε Ξεν. 2. επίσης, με δοτ. προσ., αφιερώνω τον εαυτό μου, αφοσιώνομαι σε κάτι· τοῖς φίλοις, στον ίδ.· ιδίως λέγεται για μαθητές, σχολάζω τινί, φοιτώ κοντά σε κάποιον δάσκαλο, είμαι αφοσιωμένος οπαδός του, συχνάζω στις παραδόσεις, στις διαλέξεις του, στον ίδ.· απολ., διδάσκω, παραδίδω μαθήματα, σε Πλούτ. IV. λέγεται για θέση, είμαι κενή, δεν κατέχομαι ή δεν έχω καταληφθεί από κάποιον, στον ίδ.