Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σχοινοτενής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σχοινο-τενής, -ές (σχοῖνος IV, τείνω), αυτός που έχει εκταθεί, που έχει τεντωθεί όπως το σχοινί με το οποίο μετράει κάποιος εκτάσεις, αυτός που έχει εκταθεί σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος, σε Ηρόδ.· σχοινοτενὲς ποιήσασθαι, σύρω, τραβώ ευθεία γραμμή, στον ίδ.