LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σχετλιάζω"
- σχετλιάζω, μέλ. -άσω, παραπονούμαι για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω, παραπονούμαι με αγανάκτηση και πικρία, μεμψιμοιρώ, αγανακτώ, δυσανασχετώ, σε Αριστοφ., Ρήτ.