Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σχεδόν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σχεδόν, επίρρ. (σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἔχωI. λέγεται για τόπο· 1. κοντά, πολύ κοντά, πλησιέστατα, Λατ. cominus, σε Όμηρ., Ησίοδ.· σχεδὸν οὔτασε, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., γαίης σχεδόν, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., νῆσοι σχεδὸν ἀλλήλῃσι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με ρήμ. κίνησης, σχεδὸν ἐλθεῖν, ἰέναι, σε Όμηρ. II. μεταφ., λέγεται για συγγενική σχέση, σε Ομήρ. Οδ. III. λέγεται για χρόνο, (θάνατος) δή τοι σχεδόν ἐστιν, σε Ομήρ. Ιλ.· σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστι, σε Ομήρ. Οδ. IV. λέγεται για βαθμό, διαβάθμιση· 1. σχεδόν, περίπου, σχεδὸν ταὐτά, σε Ηρόδ.· σχεδὸν πάντες, στον ίδ. κ.λπ. 2. με ρήμ. ιδίως λεκτικά ή γνωστικά, σχεδὸν ἐπίσταμαι, Λατ. satis scio, σε Σοφ.· σχεδὸν οἶδα, σε Ευρ.