Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σχεδιάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σχεδιάζω, μέλ. -άσω (σχέδιος), κάνω, εκτελώ κάτι πρόχειρα, ανάλογα με το τι απαιτούν οι περιστάσεις, αυτοσχεδιάζω, σε Πλάτ.