LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σχίζω"
- σχίζω (√ΣΧΙΔ), μέλ. -ίσω [ῐ], αόρ. αʹ ἔσχῐσα· Επικ. σχίσσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσχίσθην, παρακ. ἔσχισμαι· 1. σχίζω, διαιρώ, χωρίζω, διαχωρίζω, κόβω, σε Ησίοδ.· ἔσχισε δώδεκα μοίρας, δηλ. διήρεσε σε δώδεκα μέρη, σε Ομηρ. Ύμν.· σχίζωκάρα πελέκει, σε Σοφ. 2. γενικά, μερίζω, διαχωρίζω, κομματιάζω, διατέμνω· Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, σε Ηρόδ. — Παθ., ἐσχίσθη ὁ ποταμός, στον ίδ.· Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, διακλαδώνεται σε τρία ρεύματα, τρεις παραποτάμους, στον ίδ.· σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι, οι απόψεις τους μοιράζονταν, διίσταντο, στον ίδ.

