Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σχέτλιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σχέτλιος, , (Ιων. ), -ον, επίσης -ος, -ον (σχεῖνI. 1. λέγεται για πρόσωπα, κυρίως, καρτερικός, ακατάβλητος, αδάμαστος, ανένδοτος, άκαμπτος, αλλά, επίσης, ο άξιος συμπάθειας και οίκτου· σχέτλιός ἐσσι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αρνητική σημασία, σκληρός, ανελέητος, άγριος, απάνθρωπος, κτηνώδης, σε Όμηρ.· ομοίως στην Αττ., κακός, μοχθηρός, δόλιος, σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για άγρια θηρία, θηριώδης, άγριος, σε Ηρόδ. 3. όπως το τλήμων, δυστυχής, άθλιος, ελεεινός, οικτρός, σε Αισχύλ., Ευρ.· συχνά υποδηλώνοντας περιφρόνηση, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν, αθλιότατε άνθρωπε, σε Ηρόδ.· ὦ σχέτλιε, σε Σοφ.· με γεν., ὦ σχετλία τῶν πόνων, δυστυχισμένη εσύ για τις συμφορές σου, σε Ευρ. II. λέγεται για πράγματα, σχέτλιος ὕπνος, αδυσώπητος, ολέθριος, σκληρός ύπνος, λέγεται για τον ύπνο του Οδυσσέα την ώρα που τον εγκατέλειπαν οι σύντροφοί του, σε Ομήρ. Οδ.· σχέτλια ἔργα, απάνθρωπες, σκληρές, ανελέητες πράξεις, στον ίδ.· σχέτλια παθεῖν, σε Ευρ. κ.λπ.· σχέτλια καὶ δεινά, σε Αριστοφ.· επίσης, σχέτλια (ἐστί), με αιτ. και απαρ., σε Σοφ. III. επίρρ. -ίως, σε Ισοκρ.