LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σφῦρα"
- σφῦρᾰ, ἡ, 1. σφυρί, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. 2. βαριοπούλα, μεγάλο σφυρί που χρησιμοποιείτο ως γεωργικό εργαλείο για να σπάει τους σβώλους του χώματος, σε Ησίοδ., Αριστοφ.