LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σφόνδυλος"
- σφόνδῠλος, ὁ, I. σπόνδυλος, σε Αριστοφ.· στον πληθ., σπονδυλική στήλη, ράχη ή αυχένας, σε Ευρ. II. Λατ. verticillus, στρογγυλό βαρύ εξάρτημα που στερεώνεται στο κάτω μέρος της ατράκτου και διευκολύνει την περιστροφή της κατά το γνέσιμο, σφοντύλι, σε Πλάτ.