LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σφυρόν"
- σφῠρόν, τό, I. αστράγαλος του ποδιού, κότσι, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. II. μεταφ., πρόποδες βουνού, σε Πίνδ., Ανθ.· επίσης, Λιβύας ἄκρον σφυρόν, το ανώτατο και πιο απομακρυσμένο άκρο της Λιβύης, σε Θεόκρ.