Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σφραγιδονυχαργοκομήτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σφρᾱγῑδ-ονῠχ-αργο-κομήτης, -ου, (σφραγίς, ὄνυξ, ἀργός), κωμ. προσωνύμιο για τον φιλάρεσκο, αυτόν που καλλωπίζεται υπερβολικά· ο φιλάρεσκος που έχει δακτυλίδια με σφραγίδες για διακόσμηση, λευκά νύχια και μακριά μαλλιά, σε Αριστοφ.