Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σφραγίς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
σφρᾱγίς, Ιων. σφρηγίς, -ῖδος, , I. 1. σφραγίδα, βασιλική σφραγίδα («βούλα»), δαχτυλίδι που φέρει σφραγίδα, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. λίθος που εντίθεται σε δαχτυλίδι και χρησιμοποιείται ως σφραγίδα, σφραγιδόλιθος, δαχτυλιδόπετρα, πολύτιμος λίθος, σε Ηρόδ., Λουκ. II. αποτύπωμα σφραγιδόλιθου, σφραγίδα, «βούλα», χάραγμα, σφράγισμα, σε Σοφ., Θουκ.· μεταφ., σφρηγὶς ἐπικείσθω τοῖσδε, ως εγγύηση ή έγκριση ή διαβεβαίωση, σε Θέογν.· γλώσσῃ σφραγὶς ἐπικείσθω, σε Ανθ.
σφράγισμα, -ατος, τό (σφρᾱγίζω), επίθεση, εκτύπωμα σφραγίδας, δαχτυλιδιού που έχει σφραγιδόλιθο, σφραγίδα, σε Ευρ., Ξεν.