LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σφιγκτός"
- σφιγκτός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σφίγγω, σφιχτοδεμένος, συσφιγμένος· το ουδ. πληθ. σφιγκτά, ως επίρρ., σε Ανθ.