Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σφενδόνη"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
σφενδόνη, Λατ. funda (με απάλειψη του σ), I. 1. σφεντόνα, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., σφενδόνας ἀπ' εὐμέτρου, με καλοζυγισμένη βολή, όπως να είχε γίνει με σφεντόνα, σε Αισχύλ. 2. οπή δαχτυλιδιού στην οποία τοποθετείτο ο λίθος όπως η πέτρα στη σφεντόνα, ιδίως το εξωτερικό μέρος του δαχτυλιδιού γύρω από τον λίθο, όπως Λατ. funda αντί pala annuli, σε Ευρ., Πλάτ. II. πέτρα ή σφαιρίδιο που ρίπτεται με σφεντόνα, σε Ξεν.· τοιαύτας σφενδόναις, λέγεται για χαλαζοπτώσεις, σε Αριστοφ.
σφενδονήτης, -ου, (σφενδονάω), αυτός που σφενδονίζει, που φέρει σφεντόνα ή βάλλει, πλήττει, σημαδεύει με αυτή, ικανός στις βολές με σφεντόνα, σε Ηρόδ., Θουκ.
σφενδονητικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στις βολές με σφεντόνα, στην εκσφενδόνιση· ἡ -κή (ενν. τέχνη), τέχνη και τεχνική του χειρισμού της σφεντόνας, σε Πλάτ.