Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σφαλερός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σφᾰλερός, , -όν (σφάλλω), I. αυτός που είναι σε θέση να κάνει κάποιον να πέσει ή να σκοντάψει· μεταφ., ολισθηρός, γλιστερός, αυτός που ενέχει κινδύνους, επικίνδυνος, Λατ. lubricus, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· σφαλερόν (ἐστι), με απαρ., είναι επικίνδυνο να..., σε Πλάτ. κ.λπ. II. (σφάλλομαι) αυτός που είναι έτοιμος να πέσει, που παραπαίει, που τρεκλίζει, που έχει αστάθεια, σε Αισχύλ., Σοφ.· σφαλεροὶ σύμμαχοι, σε Δημ.