LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σφαγεῖον"
- σφαγεῖον, τό (σφάζω), I. αγγείο ή δοχείο όπου συνέλεγαν το αίμα του ιερού σφαγίου στις θυσίες, σε Ευρ. II. = σφάγιον, ιερό θύμα που προσφέρθηκε ως θυσία, στον ίδ.