Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σφαγεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σφᾰγεύς, -έως, (σφάζω), αυτός που σφάζει, σφαγιαστής, σφαγέας, σε Ευρ.· δολοφόνος, φονιάς, σε Δημ.· σε Σοφ., ὁ σφαγεὺς ἕστηκε, ο φονιάς έχει στηθεί, είναι έτοιμος, λέγεται για το σπαθί πάνω στο οποίο επρόκειτο να πέσει ο Αίας για να αυτοκτονήσει· μαχαίρι με το οποίο σφαγιαζόταν το ιερό θύμα στις θυσίες, σε Ευρ.