LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σφήν"
- σφήν, σφηνός, ὁ, πάσσαλος, σφήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ., που χρησιμοποιείται ως όργανο βασανισμού, σε Αισχύλ.
- σφηνο-κέφαλος, -ον (κεφαλή), αυτός που έχει σφηνοειδές, τριγωνικό, μυτερό κεφάλι, σε Στράβ.
- σφηνο-πώγων, -ωνος, ὁ, αυτός που έχει μυτερό, σουβλερό σαγόνι· έτσι παριστάνεται ο Ερμής, σε Λουκ.