Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σφήν"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
σφήν, σφηνός, , πάσσαλος, σφήνα, σε Αριστοφ. κ.λπ., που χρησιμοποιείται ως όργανο βασανισμού, σε Αισχύλ.
σφηνο-κέφαλος, -ον (κεφαλή), αυτός που έχει σφηνοειδές, τριγωνικό, μυτερό κεφάλι, σε Στράβ.
σφηνο-πώγων, -ωνος, , αυτός που έχει μυτερό, σουβλερό σαγόνι· έτσι παριστάνεται ο Ερμής, σε Λουκ.