Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σφάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σφάλλω (√ΣΦΑΛ), μέλ. σφᾰλῶ, αόρ. αʹ ἔσφηλα, Επικ. σφῆλα· παρακ. ἔσφαλκαΠαθ., μέλ. βʹ σφᾰλήσομαι, Μέσ. τύπο σφᾰλοῦμαι, αόρ. βʹ ἐσφάλην [ᾰ]· παρακ. ἔσφαλμαι· γʹ ενικ. υπερσ. ἔσφαλτο· Λατ. fall-o (με απάλειψη του σI. κάνω κάποιον να πέσει, ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, ανατρέπω (συνήθως βάζοντας τρικλοποδιά), ανατρέπω τον αντίπαλό μου κατά την πάλη, σε Όμηρ., Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· σφάλλω ναῦς, ρίχνω το καράβι στα πλάγια, σε Πλούτ.· ἵππος σφάλλει τὸν ἀναβάτην, το άλογο ανατρέπει και ρίχνει κάτω τον αναβάτη του, σε Ξεν.Παθ., ανατρέπομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για μεθυσμένο, σφαλλόμενος, αυτός που παραπαίει, που τρεκλίζει, στον ίδ. II. γενικά, κάνω κάποιον να πέσει, ανατρέπω, νικώ, σε Ηρόδ., Σοφ., Θουκ.Παθ., ανατρέπομαι, πέφτω, εκλείπω, αφανίζομαι, καταστρέφομαι, μένω αβοήθητος, λέγεται γι' αυτούς που εκπίπτουν από την υψηλή τους θέση και χάνουν τον πλούτο που κατείχαν, σε Ηρόδ., Αττ.· τόδ' ἐσφάλη, συνέβη αυτό το σφάλμα, σε Σοφ.· οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν σοί, δεν θα υποπέσω σε σφάλμα σε οτιδήποτε σε αφορά, στον ίδ. III. 1. καταστρατηγώ, κατατροπώνω, ανατρέπω, ματαιώνω, βλάπτω, λυπώ, λέγεται για διάψευση χρησμού, σε Ηρόδ., Σοφ.Παθ., κάνω λάθος, πλανώμαι, απατώμαι, σε Ηρόδ., Σοφ. 2. το Παθ. επίσης χρησιμοποιείται με γεν. πράγμ., απατώμαι ή αποτυγχάνω σε κάτι· ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων, σε Αισχύλ.· σφάλλεσθαι γάμου, σε Ευρ.· τῆς δόξης, σε Θουκ.