LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σφάγιον"
- σφάγιον[ᾰ], τό (σφάζω),· 1. ιερό θύμα που προσφέρεται σφαγιαζόμενο ως θυσία, θυσία, ιερή προσφορά, σε Σοφ., Ευρ.· κατά κανόνα στον πληθ., σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. σφαγή, φόνος, στον πληθ., σε Ευρ.