Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συστάς"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
συστάς, -άδος[ᾰ], (συστῆναι), αυτή που στέκεται μαζί, δίπλα-δίπλα σε κάτι άλλο, αυτή που έχει φυτευθεί δίπλα-δίπλα σε άλλο όμοιο φυτό, σε Αριστ.
συ-στᾰσιάζω, μέλ. -σω, στασιάζω, εξεγείρομαι ή αποστατώ από κοινού, λαμβάνω μέρος σε επανάσταση, σε Θουκ.
συ-στᾰσιαστής, , αυτός που λαμβάνει από κοινού μέρος σε εξέγερση, συνεξεγειρόμενος, σε Κ.Δ.
σύστᾰσις, (συνίστημι), από κοινού τοποθέτηση, σύνθεση, διευθέτηση, οργάνωση, τακτοποίηση, σε Αριστ.·
Α. I.
σύστασις προσώπου, προμελετημένη σοβαρή ή σπουδαιοφανής έκφραση του προσώπου, λέγεται για τον Περικλή, σε Πλούτ. II. το να φέρνει κάποιος σε επαφή δύο ανθρώπους, παρουσίαση του ενός στον άλλον, πρώτες συστάσεις, σε Πολύβ., Πλούτ. Β. (συνίσταμαι), I. 1. το να στέκεται κάποιος μαζί με κάποιον άλλον, συνάντηση· με εχθρική σημασία, μάχη σώμα με σώμα, συμπλοκή, σύγκρουση, σε Ηρόδ.· μεταφ., σύστασις γνώμης, πνευματικός αγώνας, έντονη ανησυχία και εντατική μέριμνα, σε Θουκ. 2. συνάντηση, ένωση, όμιλος ανθρώπων, σε Ευρ.· κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι, αυτοί που συναθροίζονται σε ομάδες, σε Θουκ.· πολιτική ένωση, σε Δημ. 3. φιλία ή συμμαχία, σε Πολύβ.· συνωμοσία, σε Πλούτ. II. 1. συγκρότηση, η σύνθεση, δομή, διοργάνωση, σε Πλάτ., Αριστ.· απόλ., πολιτική συγκρότηση, σύνταγμα, σε Πλάτ. 2. μεταφ., λέγεται για τον νου, σύστασις φρενῶν, αυστηρότητα, σοβαρότητα, σε Ευρ.
συ-στᾰσιώτης, -ου, , μέλος της ίδιας πολιτικής παράταξης ή φατρίας, οπαδός του ίδιου πολιτικού κόμματος από κοινού με άλλους, σε Ηρόδ.