Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συρίζω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
συρίζω, μεταγεν. Αττ. συρίττω, Δωρ. συρίσδω· μέλ. συρίξομαι, αόρ. αʹ ἐσύριξα, μεταγεν. ἐσύρισα· I. παίζω μουσικό όργανο, σῦριγξ, παίζω αυλό, σε Ευρ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., συρίζων ὑμεναίους, σε Ευρ. II. 1. σφυρίζω ή εκφέρω τον χαρακτηριστικό συριγμό του φιδιού, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· με σύστ. αιτ., συρίζων φόνον, εκφέρω τον δηλητηριώδη συριγμό του φόνου, σε Αισχύλ. 2. αποδοκιμάζω με σφυρίγματα έναν ηθοποιό και τον αναγκάζω να αποχωρήσει από τη σκηνή, Λατ. explodere, σε Δημ.
Σῠρίζω, μέλ. -σω (Σύρος), μιλώ ως Σύριος, σαν να καταγόμουν από τη Συρία, σε Λουκ.