Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συντυγχάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-τυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ -έτῠχον· I. 1. συναντώ, συναπαντώ, ανταμώνω κατά τύχη κάποιου, τινί, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· οἱ συντυχόντες, λέγεται για δύο πρόσωπα που συναντιούνται, σε Ηρόδ.· αλλά ὁ συντυχών όπως ὁ τυχών, ο πρώτος που συναντά κάποιος, ο πρώτος τυχών, σε Ευρ.· ὁ ἀεὶ ξυντυχών, στον ίδ.· ομοίως λέγεται για πράγματα, τὸ συντυχόν, το πρώτο τυχόν, κοινό, σύνηθες, πρόστυχο, κακό, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. σπανίως όπως το τυγχάνω με γεν., όπου η πρόθεση σύν- με κυριολεκτική σημασία συντυχὼν κακῶν ἀνδρῶν, συναντώντας κακούς ανθρώπους από κοινού, μαζί, σε Σοφ. II. λέγεται για τυχαία περιστατικά, συμβαίνω, τυχαίνω, γίνομαι· τὰ συντυχόντα σφι, σε Ηρόδ.· απόλ., συμβαίνω, αποβαίνω· εὖ ξυντυχόντων, εάν τα πράγματα έχουν ευτυχή κατάληξη, σε Αισχύλ.· ὁ ξυντυχὼν κίνδυνος, σε Θουκ.· απρόσ., συνετύγχανε, συνέτυχε, συνέβη, έτυχε να..., με απαρ., στον ίδ.