LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συντροφία"
- συντροφία, ἡ, I. το να τρέφεται ή να ανατρέφεται κάποιος από κοινού, σε Πλούτ. II. γέννημα, θρέμμα, σε Ανθ.

