Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συντρίβω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψωΠαθ., μέλ. -τρῐβήσομαι, αόρ. βʹ -ετρίβην [ῐ]· I. τρίβω μαζί· συντρίβω τὰ πυρεῖα, προστρίβω ξερά κομματάκια ξύλου για να ανάψω φωτιά, σε Λουκ. II. 1. συντρίβω, θρυμματίζω, σπάζω σε κομμάτια, συνθλίβω, τσακίζω, σε Αριστοφ. κ.λπ.· συντρίβω τὰς ναῦς, συντρίβω, τσακίζω εντελώς τα πλοία με την προσάραξη, σε Θουκ. 2. λέγεται για πρόσωπα, κάνω συντρίμμια, τον τσακίζω, τον εξουθενώνω, Λατ. contundere, σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., συντρίβειν τῆς κεφαλῆς, σε Ισοκρ.· και στην Παθ., συντριβῆναι τῆς κεφαλῆς, μου συνέθλιψαν, μου τσάκισαν το κεφάλι, σε Αριστοφ.