Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συντέμνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-τέμνω, Ιων. τάμνω, μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -έτεμον, απαρ. -τεμεῖν· I. 1. κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, κατακόβω, περικόπτω, ελαττώνω, λιγοστεύω, Λατ. concīdere, σε Θουκ.· μεταφ., συγκόπτω, βραχύνω, μειώνω, ελαττώνω, σμικρύνω, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ιδίως λέγεται για δαπάνες, σε Θουκ., Ξεν.· λέγεται για ανθρώπους, αποκλείω, απορρίπτω, αποδοκιμάζω, σε Σοφ. 2. συντέμνω χιτῶνας, περικόπτω το ύφασμα ώστε να σχηματίσει χιτώνα, φτιάχνω χιτώνα κόβοντας αναλόγως το ύφασμα, σε Ξεν. II. φαινομενικά, αμτβ. (ενν. ὁδόν), συντομεύω τον δρόμο, κόβω δρόμο, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για ομιλία, περιορίζω την ανάπτυξη του λόγου μου, μιλώ με συντομία, περιληπτικά, σε Ευρ. III. αμτβ., τοῦ χρόνου συντάμνοντας, καθώς ο χρόνος περιορίστηκε, συντομεύθηκε, λιγόστεψε, σε Ηρόδ.