Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συντέλεια"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-τέλεια, (συντελέω II), I. από κοινού καταβολή χρημάτων, κοινή συνεισφορά για την κάλυψη δημοσίων αναγκών, φόρος, σε Δημ.· εἰς συντέλειαν ἄγειν τὰς χορηγίας, δηλ. οι χορηγίες να γίνονται μέσω της κοινής συνεισφοράς πολλών ανθρώπων και όχι από έναν μόνον άνθρωπο, στον ίδ. II. 1. στην Αθήνα, σώμα που αποτελείτο από πέντε, έξι, δέκα ή και περισσότερα πρόσωπα, επιφορτισμένα να συνεισφέρουν από κοινού στις δημόσιες δαπάνες, λειτουργίες, σε Ψηφ. παρά Δημ. 2. γενικά, ομήγυρη, άθροισμα, λέγεται για τους θεούς, οι οποίοι ξεχωριστά αποκαλούνταν τέλειοι, σε Αισχύλ. III. συντονισμένη προσπάθεια, από κοινού ενέργεια, από κοινού εκτέλεση ενός σχεδίου, σε Πολύβ.