LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συνοχή"
- συνοχή, Αττ. ξυν-, ἡ (συνέχομαι), I. συγκράτηση, κράτημα με το χέρι· ἐν ξυνοχῆσιν ὁδοῦ, σε ένα σημείο όπου ο δρόμος στενεύει, σε Ομήρ. Ιλ. II. καταναγκασμός, στενοχώρια, άγχος, θλίψη, σε Κ.Δ.
- συνοχηδόν, επίρρ. (συνέχω), με συνοχή, σφιχτά, σε Ανθ.