Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συνεχής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συνεχής, -ές (συνέχω)· αυτός που συγκρατεί, που συνέχει·
Α. I.
λέγεται για τόπο, αδιάσπαστος, συνεχόμενος, σε Θουκ., Πλάτ.· με δοτ., τόπος που αποτελεί συνέχεια ενός άλλου, όμορος, γειτονικός, αυτός που αποτελεί ή έχει την ίδια συνοριακή γραμμή με κάποιον άλλον τόπο, σε Ηρόδ., Ευρ. II. λέγεται για χρόνο, αδιάλειπτος, εξακολουθητικός, διαρκής, σε Ξεν.· τὸ ξυνεχές = συνέχεια, σε Θουκ. III. λέγεται για πρόσωπα, σταθερός, αμετάπτωτος, επίμονος, καρτερικός, σε Θουκ. Β. επίρρ. σῠνεχῶς, Ιων. -έως· 1. λέγεται για χρόνο, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, ασταμάτητα, σε Ησίοδ.· Υπερθ. -έστατα, σε Ξεν. 2. χρησιμοποιείται με αριθμούς, εξακολουθητικά, κατ' ακολουθία, σε Αριστοφ., Θουκ. II. στην Επικ., συνεχές ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.· συνεχὲς αἰεί, αδιαλείπτως ανέκαθεν, σε Ομήρ. Οδ. (σῡνεχές σε Όμηρ. και σῡνεχέως, σε Ηρόδ.· με έκταση της πρώτης συλλαβής σε θέση άρσεως του μέτρου).