Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συνεργός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-εργός, -όν (*ἔργω), I. αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους, αυτός που συμβάλλει, που συντελεί, που βοηθάει στην επιτέλεση ενός έργου· και ως ουσ., συνεργάτης, βοηθός, συμμέτοχος, αρωγός, συναυτουργός, συμπράττων, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., σε Ευρ., Θουκ.· με γεν. πράγμ., συνεργὸς τείχεος, αυτός που συμβάλλει στην ανέγερση τείχους, σε Πίνδ.· συνεργὸς ἀδίκων ἔργων, ἀρετᾶς, αυτός που συντελεί στην επίτευξη ή την απόκτησή τους, σε Ευρ.· συνεργός τινίτινος, αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, σε Ξεν.· εἴςή πρός τι, στον ίδ. II. αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον, που εργάζεται στο ίδιο αντικείμενο, συνεργάτης, συνάδελφος, σύντεχνος, ομότεχνος, σε Δημ.