Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συνδειπνέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-δειπνέω, μέλ. -ήσω, δειπνώ ή γευματίζω μαζί με κάποιον, με δοτ., σε Ξεν.· μετά τινων, σε Δημ.· απόλ., δειπνώ ή γευματίζω με άλλους, σε Ξεν. κ.λπ.· οἱ ξυνδειπνοῦντες, αυτοί που λαμβάνουν μέρος σε δείπνο συνεισφέροντας μερίδιο στα έξοδά του, στον ίδ.