Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συνδέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-δέω, Αττ. ξυν-δέω, μέλ. -δήσω, I. 1. δένω ή συσφίγγω μαζί, λέγεται για δύο ή περισσότερα πράγματα, συνέδησα πόδας, σε Ομήρ. Οδ.· τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας, σε Πλάτ.· δέλτον συνδέω, στερεώνω, συνενώνω τις πινακίδες, σε Ευρ.Παθ., ἰσχία μὴ συνδεδεμένα, ισχία, λαγόνες που δεν έχουν συσταλεί, λέγεται για σκύλους, σε Ξεν. 2. λέγεται για πρόσωπα, δένω χειροπόδαρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 3. δένω, επιδένω ένα τραύμα, σε Ομήρ. Ιλ. 4. γενικά, δένω μαζί, συνενώνω, σε Ευρ., Πλάτ. II. Μέσ., σύνδησαι πέπλους, δέσε με ζώνη τα φορέματά σου, σε Ευρ.