Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συναντάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-αντάω, Επικ. γʹ δυϊκ. παρατ. -αντήτην, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ήντησα, παρακ. -ήντηκα· I. συναντώ πρόσωπο με πρόσωπο, λέγεται για δύο ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πολλά πρόσωπα, συναντώμαι, συναθροίζομαι, σε Φίλιππ. παρά Δημ. II. 1. όπως το ἀντάω, συναντώ κάποιον, συναπαντώ, τινί, σε Ευρ., Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αιτ., συναντᾶν συνάντησιν, σε Ευρ. 2. με δοτ. πράγμ., έρχομαι σε επαφή με, φόνῳ, στον ίδ. III. συμβαίνω, λέγεται για τυχαία γεγονότα κ.λπ.· τινί, σε Πλούτ., Κ.Δ.