Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συναινέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-αινέω, μέλ. -έσω, I. προσεύχομαι, εξυμνώ, ανυμνώ, ψάλλω από κοινού, σε Αισχύλ. II. 1. συγκατανεύω, συμφωνώ, απόλ., στον ίδ., σε Σοφ. κ.λπ.· συναινέω τινί, συμφωνώ με κάποιον, ομογνωμώ, σε Ηρόδ. 2. με αιτ. πράγμ., συμφωνώ σε, υπόσχομαι, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· χορηγώ, παρέχω αμέσως, σε Ξεν. 3. με απαρ., συμφωνώ ή συγκατανεύω να κάνω κάτι, στον ίδ.