Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συνήθης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-ήθης, -ες, γεν. -εος, συνηρ. -ους (ἦθοςI. αυτός που διαμένει ή ζει μαζί με κάποιον, οικείος, φίλος, σύντροφος, σε Ησίοδ.· αυτός που μοιάζει με κάποιον ως προς τις συνήθειες ή τους τρόπους του, σε Πλάτ.· συνήθης τινί, αυτός που έχει μεγάλη οικειότητα με κάποιον, σε Πλάτ. II. 1. αυτός που έχει συνηθίσει σε κάτι, που έχει εξοικειωθεί με κάτι, συνηθισμένος, εξοικειωμένος, τινί, με ένα πράγμα, στον ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, συνηθισμένος, εθιμικός, κοινός, αυτός που ανήκει στον μέσο όρο, σε Σοφ., Θουκ.· τὸ σύνηθες, συνήθεια, έθιμο, σε Ξεν. III. επίρρ. -θως, σύμφωνα με τη συνήθεια, εθιμικά, όπως συνηθίζεται, σε Αισχίν.