LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συνήθεια"
- συνήθεια, ἡ (συνήθης), I. συναναστροφή, οικειότητα, γνωριμία, συντροφικότητα, φιλική σχέση, Λατ. consuetudo, σε Αισχίν. κ.λπ. II. 1. έξη, έθιμο, συνήθεια, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.· με γεν., ἔργου, εξοικείωση μ' αυτό, σε Δημ. 2. συνήθης χρήση της γλώσσας ή μιας έκφρασης, σε Αισχίν.