Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συνήγορος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-ήγορος, -ον (ἀγορά), I. αυτός που συμφωνεί με κάποιον, σύμφωνος, σε Σοφ. II. ως ουσ., αυτός που συνηγορεί υπέρ κάποιου, που υπερασπίζεται την υπόθεση κάποιου στο δικαστήριο, συνήγορος, δικηγόρος, σε Αισχύλ.· στην αρχαία Αθήνα οι συνήγοροι διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες· 1. δημόσιοι συνήγοροι, δέκα από τους οποίους διορίζονταν κατ' έτος προκειμένου να αντιπροσωπεύουν την πόλη, σε Αριστοφ., Δημ. κ.λπ. 2. ιδιωτικοί συνήγοροι (που ονομάζονταν και δικηγόροι), στους οποίους απαγορευόταν η είσπραξη αμοιβής, σε Δημ.